αεροδικείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αεροδικείο | τα | αεροδικεία |
| γενική | του | αεροδικείου | των | αεροδικείων |
| αιτιατική | το | αεροδικείο | τα | αεροδικεία |
| κλητική | αεροδικείο | αεροδικεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αεροδικείο < αερο- + -δικείο, κατά το στρατοδικείο
Ουσιαστικό
αεροδικείο ουδέτερο
- (αεροπορικός όρος, νομικός όρος στρατιωτικό δικαστήριο για τους οπλίτες και αξιωματικούς της πολεμικής αεροπορίας
Μεταφράσεις
αεροδικείο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.