στρατευμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στρατευμένος | η | στρατευμένη | το | στρατευμένο |
| γενική | του | στρατευμένου | της | στρατευμένης | του | στρατευμένου |
| αιτιατική | τον | στρατευμένο | τη | στρατευμένη | το | στρατευμένο |
| κλητική | στρατευμένε | στρατευμένη | στρατευμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στρατευμένοι | οι | στρατευμένες | τα | στρατευμένα |
| γενική | των | στρατευμένων | των | στρατευμένων | των | στρατευμένων |
| αιτιατική | τους | στρατευμένους | τις | στρατευμένες | τα | στρατευμένα |
| κλητική | στρατευμένοι | στρατευμένες | στρατευμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- στρατευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου στρατεύομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.