σούρωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σούρωμα τα σουρώματα
      γενική του σουρώματος των σουρωμάτων
    αιτιατική το σούρωμα τα σουρώματα
     κλητική σούρωμα σουρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σούρωμα < σουρώ(νω) + -μα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsu.ɾo.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σούρωμα

Ουσιαστικό

σούρωμα ουδέτερο

  1. η απόκτηση ρυτίδων
  2. το πολύ μεθύσι
  3. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σουρώνω

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.