στραγγάλη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στραγγάλη οι στραγγάλες
      γενική της στραγγάλης των στραγγαλών
    αιτιατική τη στραγγάλη τις στραγγάλες
     κλητική στραγγάλη στραγγάλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στραγγάλη < ελληνιστική κοινή στραγγάλη

Προφορά

ΔΦΑ : /stɾaŋˈɟali/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στραγγάλη

Ουσιαστικό

στραγγάλη θηλυκό

  1. (παρωχημένο) όργανο ή συσκευή στραγγαλισμού
  2. (ναυτικός όρος) όργανο ή συσκευή που σφίγγει τα σχοινιά και τα ακινητοποιεί
  3. (λόγιο) το σκοινί που χρησιμοποιείται στον απαγχονισμό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.