ατελιέ
Νέα ελληνικά (el)

Ο ζωγράφος στο ατελιέ του (Στάνχοουπ Φορμπς, 1857-1947)
Ετυμολογία
- ατελιέ < απροσάρμοστο (άμεσο δάνειο) γαλλική atelier
Ουσιαστικό
ατελιέ ουδέτερο άκλιτο
- (τέχνη) εργαστήριο ζωγράφου, γλύπτη ή άλλου καλλιτέχνη
- ↪ περνά όλη τη μέρα του μέσα στο ατελιέ, ζωγραφίζοντας πρόσωπα γυναικών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.