γκαρσονιέρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γκαρσονιέρα οι γκαρσονιέρες
      γενική της γκαρσονιέρας
    αιτιατική την γκαρσονιέρα τις γκαρσονιέρες
     κλητική γκαρσονιέρα γκαρσονιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γκαρσονιέρα < (λόγιο δάνειο) γαλλική garçonnière (θηλυκό του garçonnier: αγορίστικος) + κατάληξη θηλυκού [1] με -ière (-ιέρα)

Προφορά

ΔΦΑ : /ɡaɾ.soˈɲe.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γκαρσονιέρα

Ουσιαστικό

γκαρσονιέρα θηλυκό

  • διαμέρισμα με ένα μικρό δωμάτιο
    Έδινε την εικόνα του καλού οικογενειάρχη, αλλά είχε και μια γκαρσονιέρα στο κέντρο όπου συναντούσε τις φιλενάδες του.

Μεταφράσεις

 δείτε και τη λέξη στούντιο

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.