στοματολογικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στοματολογικός | η | στοματολογική | το | στοματολογικό |
| γενική | του | στοματολογικού | της | στοματολογικής | του | στοματολογικού |
| αιτιατική | τον | στοματολογικό | τη | στοματολογική | το | στοματολογικό |
| κλητική | στοματολογικέ | στοματολογική | στοματολογικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στοματολογικοί | οι | στοματολογικές | τα | στοματολογικά |
| γενική | των | στοματολογικών | των | στοματολογικών | των | στοματολογικών |
| αιτιατική | τους | στοματολογικούς | τις | στοματολογικές | τα | στοματολογικά |
| κλητική | στοματολογικοί | στοματολογικές | στοματολογικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- στοματολογικός < στοματολογ(ία) + -ικός
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις στοματολόγος, στόμα και λέγω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.