στοιχειοθετημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στοιχειοθετημένος | η | στοιχειοθετημένη | το | στοιχειοθετημένο |
| γενική | του | στοιχειοθετημένου | της | στοιχειοθετημένης | του | στοιχειοθετημένου |
| αιτιατική | τον | στοιχειοθετημένο | τη | στοιχειοθετημένη | το | στοιχειοθετημένο |
| κλητική | στοιχειοθετημένε | στοιχειοθετημένη | στοιχειοθετημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στοιχειοθετημένοι | οι | στοιχειοθετημένες | τα | στοιχειοθετημένα |
| γενική | των | στοιχειοθετημένων | των | στοιχειοθετημένων | των | στοιχειοθετημένων |
| αιτιατική | τους | στοιχειοθετημένους | τις | στοιχειοθετημένες | τα | στοιχειοθετημένα |
| κλητική | στοιχειοθετημένοι | στοιχειοθετημένες | στοιχειοθετημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- στοιχειοθετημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου στοιχειοθετώ
Μετοχή
στοιχειοθετημένος, -η, -ο
- που έχει στοιχειοθετηθεί, τεκμηριωθεί
- η κατηγορία δεν ήταν επαρκώς στοιχειοθετημένη και αφέθηκαν όλοι ελεύθεροι
- (τυπογραφία) το κείμενο που είναι έτοιμο να τυπωθεί, καθώς τα τυπογραφικά στοιχεία έχουν τεθεί στις σωστές θέσεις
- → δείτε τη λέξη στοιχειοθετώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.