στοιχειοθετημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στοιχειοθετημένος η στοιχειοθετημένη το στοιχειοθετημένο
      γενική του στοιχειοθετημένου της στοιχειοθετημένης του στοιχειοθετημένου
    αιτιατική τον στοιχειοθετημένο τη στοιχειοθετημένη το στοιχειοθετημένο
     κλητική στοιχειοθετημένε στοιχειοθετημένη στοιχειοθετημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στοιχειοθετημένοι οι στοιχειοθετημένες τα στοιχειοθετημένα
      γενική των στοιχειοθετημένων των στοιχειοθετημένων των στοιχειοθετημένων
    αιτιατική τους στοιχειοθετημένους τις στοιχειοθετημένες τα στοιχειοθετημένα
     κλητική στοιχειοθετημένοι στοιχειοθετημένες στοιχειοθετημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

στοιχειοθετημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου στοιχειοθετώ

Μετοχή

στοιχειοθετημένος, -η, -ο

  1. που έχει στοιχειοθετηθεί, τεκμηριωθεί
    • η κατηγορία δεν ήταν επαρκώς στοιχειοθετημένη και αφέθηκαν όλοι ελεύθεροι
  2. (τυπογραφία) το κείμενο που είναι έτοιμο να τυπωθεί, καθώς τα τυπογραφικά στοιχεία έχουν τεθεί στις σωστές θέσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.