στοίχιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στοίχιση | οι | στοιχίσεις |
| γενική | της | στοίχισης* | των | στοιχίσεων |
| αιτιατική | τη | στοίχιση | τις | στοιχίσεις |
| κλητική | στοίχιση | στοιχίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, στοιχίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
στοίχιση θηλυκό
- η τακτοποίηση ανθρώπων ή πραγμάτων σε στοίχους
- (τυπογραφία, επεξεργασία κειμένων σε υπολογιστές) η ευθυγράμμιση της άκρης του κειμένου παράλληλα προς το δεξί ή/και το αριστερό περιθώριο της σελίδας
- αριστερή, δεξιά, πλήρης στοίχιση
Συγγενικά
Μεταφράσεις
στοίχιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.