στοιβάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

στοιβάζω < ελληνιστική κοινή στοιβάζω[1] [2] [3] < αρχαία ελληνική στείβω

Ρήμα

στοιβάζω (παθητική φωνή: στοιβάζομαι)

  1. βάζω όμοια πράγματα το ένα πάνω από το άλλο, σε στοίβα
  2. συγκεντρώνω πολλά πράγματα ή ανθρώπους σε περιορισμένο χώρο

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

  1. στοιβάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. στοιβάζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. στοιβάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.