στιλβωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στιλβωμένος η στιλβωμένη το στιλβωμένο
      γενική του στιλβωμένου της στιλβωμένης του στιλβωμένου
    αιτιατική τον στιλβωμένο τη στιλβωμένη το στιλβωμένο
     κλητική στιλβωμένε στιλβωμένη στιλβωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στιλβωμένοι οι στιλβωμένες τα στιλβωμένα
      γενική των στιλβωμένων των στιλβωμένων των στιλβωμένων
    αιτιατική τους στιλβωμένους τις στιλβωμένες τα στιλβωμένα
     κλητική στιλβωμένοι στιλβωμένες στιλβωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

στιλβωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου στίλβω

Μετοχή

στιλβωμένος, -η, -ο

  • (για επιφάνειες) που την έχουν περάσει με λούστρο, που την έχουν γιαλίσει, λουστράρει με βερνίκι
  •  δείτε τη λέξη στίλβω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.