στυλίστας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στυλίστας οι στυλίστες
      γενική του στυλίστα των στυλιστών
    αιτιατική τον στυλίστα τους στυλίστες
     κλητική στυλίστα στυλίστες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στυλίστας < στυλ + -ίστας

Ουσιαστικό

στυλίστας αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.