στιγμιογράφηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στιγμιογράφηση οι στιγμιογραφήσεις
      γενική της στιγμιογράφησης* των στιγμιογραφήσεων
    αιτιατική τη στιγμιογράφηση τις στιγμιογραφήσεις
     κλητική στιγμιογράφηση στιγμιογραφήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, στιγμιογραφήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στιγμιογράφηση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα στιγμιογράφη(σις) + -ση, απόδοση για τη γαλλική instantané. Μορφολογικά αναλύεται σε στιγμι(αίος) + -ο- + -γράφηση < -γραφώ.[1] Συγκρίνετε με το ενσταντανέ.

Προφορά

ΔΦΑ : /sti.ɣmi.oˈɣɾa.fi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στιγμιογράφηση
παλιότερος συλλαβισμός: στιγμιογράφηση

Ουσιαστικό

στιγμιογράφηση θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.