ενσταντανέ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ενσταντανέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική instantané[1][2] Συγκρίνετε με το στιγμιογράφηση και το στιγμιότυπο.
Προφορά
- ΔΦΑ : /en.stan.taˈne/ κατά τη γαλλική προφορά
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εν‐σταν‐τα‐νέ
Ουσιαστικό
ενσταντανέ ουδέτερο άκλιτο
- η φωτογράφιση σε συγκεκριμένη στιγμή, στιγμιαία φωτογραφία
- ≈ συνώνυμα: στιγμιογράφηση (λόγιο)
- το στιγμιότυπο
- η αποτύπωση μιας σκηνής όπως συμβαίνει αυθόρμητα, χωρίς σκηνοθεσία
Μεταφράσεις
ενσταντανέ
Αναφορές
- ενσταντανέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ενσταντανέ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.