στιγματικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στιγματικός η στιγματική το στιγματικό
      γενική του στιγματικού της στιγματικής του στιγματικού
    αιτιατική τον στιγματικό τη στιγματική το στιγματικό
     κλητική στιγματικέ στιγματική στιγματικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στιγματικοί οι στιγματικές τα στιγματικά
      γενική των στιγματικών των στιγματικών των στιγματικών
    αιτιατική τους στιγματικούς τις στιγματικές τα στιγματικά
     κλητική στιγματικοί στιγματικές στιγματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

στιγματικός < στίγμα, θέμα στίγματ- + -ικός

Προφορά

ΔΦΑ : /stiɣ.ma.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στιγματικός

Επίθετο

στιγματικός, -ή, -ό

  • που σχετίζεται ή αναφέρεται σε στίγμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.