στηριγμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στηριγμένος η στηριγμένη το στηριγμένο
      γενική του στηριγμένου της στηριγμένης του στηριγμένου
    αιτιατική τον στηριγμένο τη στηριγμένη το στηριγμένο
     κλητική στηριγμένε στηριγμένη στηριγμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στηριγμένοι οι στηριγμένες τα στηριγμένα
      γενική των στηριγμένων των στηριγμένων των στηριγμένων
    αιτιατική τους στηριγμένους τις στηριγμένες τα στηριγμένα
     κλητική στηριγμένοι στηριγμένες στηριγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

στηριγμένος, -η, -ο

  • καλοστηριγμένος
  • υποστηριγμένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.