στηθοσκοπημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στηθοσκοπημένος η στηθοσκοπημένη το στηθοσκοπημένο
      γενική του στηθοσκοπημένου της στηθοσκοπημένης του στηθοσκοπημένου
    αιτιατική τον στηθοσκοπημένο τη στηθοσκοπημένη το στηθοσκοπημένο
     κλητική στηθοσκοπημένε στηθοσκοπημένη στηθοσκοπημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στηθοσκοπημένοι οι στηθοσκοπημένες τα στηθοσκοπημένα
      γενική των στηθοσκοπημένων των στηθοσκοπημένων των στηθοσκοπημένων
    αιτιατική τους στηθοσκοπημένους τις στηθοσκοπημένες τα στηθοσκοπημένα
     κλητική στηθοσκοπημένοι στηθοσκοπημένες στηθοσκοπημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο

στηθοσκοπημένος

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.