στηθοσκοπώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

στηθοσκοπώ < στήθος + -ο- + -σκοπώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική stéthoscoper)

Ρήμα

στηθοσκοπώ (παθητική φωνή: στηθοσκοπούμαι)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.