στηθοκοπημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στηθοκοπημένος η στηθοκοπημένη το στηθοκοπημένο
      γενική του στηθοκοπημένου της στηθοκοπημένης του στηθοκοπημένου
    αιτιατική τον στηθοκοπημένο τη στηθοκοπημένη το στηθοκοπημένο
     κλητική στηθοκοπημένε στηθοκοπημένη στηθοκοπημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στηθοκοπημένοι οι στηθοκοπημένες τα στηθοκοπημένα
      γενική των στηθοκοπημένων των στηθοκοπημένων των στηθοκοπημένων
    αιτιατική τους στηθοκοπημένους τις στηθοκοπημένες τα στηθοκοπημένα
     κλητική στηθοκοπημένοι στηθοκοπημένες στηθοκοπημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ουσιαστικό

στηθοκοπημένος ουδέτερο

  • (οικείο) μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος στηθοκοπιέμαι
      Αναγκαστικά, ταλαιπώρησε κινητικά την πρωταγωνίστριά του που στην εξέλιξη της παράστασης, όσο περνούσε η ώρα, έμοιαζε να «οργώνει» ακούραστη και στηθοκοπημένη από τις συμφορές όχι μόνο κάθε γωνιά της σκηνής, αλλά και τα σκαλοπάτια του θεάτρου. (www.philenews.com, 23.07.2023)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.