στεγανοποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στεγανοποιημένος | η | στεγανοποιημένη | το | στεγανοποιημένο |
| γενική | του | στεγανοποιημένου | της | στεγανοποιημένης | του | στεγανοποιημένου |
| αιτιατική | τον | στεγανοποιημένο | τη | στεγανοποιημένη | το | στεγανοποιημένο |
| κλητική | στεγανοποιημένε | στεγανοποιημένη | στεγανοποιημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στεγανοποιημένοι | οι | στεγανοποιημένες | τα | στεγανοποιημένα |
| γενική | των | στεγανοποιημένων | των | στεγανοποιημένων | των | στεγανοποιημένων |
| αιτιατική | τους | στεγανοποιημένους | τις | στεγανοποιημένες | τα | στεγανοποιημένα |
| κλητική | στεγανοποιημένοι | στεγανοποιημένες | στεγανοποιημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
στεγανοποιημένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος στεγανοποιώ που έχει επικαλυφθεί με ειδική ουσία ώστε να καταστεί αδιάβροχος, που έγινε αδιαπέραστος από υγρά σαν το νερό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.