σταφιδοπαραγωγός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | σταφιδοπαραγωγός | οι | σταφιδοπαραγωγοί |
| γενική | του/της | σταφιδοπαραγωγού | των | σταφιδοπαραγωγών |
| αιτιατική | τον/τη | σταφιδοπαραγωγό | τους/τις | σταφιδοπαραγωγούς |
| κλητική | σταφιδοπαραγωγέ | σταφιδοπαραγωγοί | ||
| Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σταφιδοπαραγωγός < σταφίδ(α) + -ο- + -παραγωγός[1]
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | σταφιδοπαραγωγός | οι | σταφιδοπαραγωγοί |
| γενική | του/της | σταφιδοπαραγωγού | των | σταφιδοπαραγωγών |
| αιτιατική | τον/τη | σταφιδοπαραγωγό | τους/τις | σταφιδοπαραγωγούς |
| κλητική | σταφιδοπαραγωγέ | σταφιδοπαραγωγοί | ||
| Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
σταφιδοπαραγωγός αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις σταφιδοπαραγωγή, σταφίδα, παράγω και άγω
Επίθετο
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο/η | σταφιδοπαραγωγός | το | σταφιδοπαραγωγό | ||
| γενική | του/της | σταφιδοπαραγωγού | του | σταφιδοπαραγωγού | ||
| αιτιατική | τον/τη | σταφιδοπαραγωγό | το | σταφιδοπαραγωγό | ||
| κλητική | σταφιδοπαραγωγέ | σταφιδοπαραγωγό | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | οι | σταφιδοπαραγωγοί | τα | σταφιδοπαραγωγά | ||
| γενική | των | σταφιδοπαραγωγών | των | σταφιδοπαραγωγών | ||
| αιτιατική | τους/τις | σταφιδοπαραγωγούς | τα | σταφιδοπαραγωγά | ||
| κλητική | σταφιδοπαραγωγοί | σταφιδοπαραγωγά | ||||
| Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -ή. | ||||||
| ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «εξαγωγός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
σταφιδοπαραγωγός, -ος, -ο
- που παράγει σταφίδες
Μεταφράσεις
σταφιδοπαραγωγός
|
|
- σταφιδοπαραγωγός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.