σταφιδοπαραγωγή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σταφιδοπαραγωγή | οι | σταφιδοπαραγωγές |
| γενική | της | σταφιδοπαραγωγής | των | σταφιδοπαραγωγών |
| αιτιατική | τη | σταφιδοπαραγωγή | τις | σταφιδοπαραγωγές |
| κλητική | σταφιδοπαραγωγή | σταφιδοπαραγωγές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- σταφιδοπαραγωγός
- σταφιδοπαραγωγικός
- → δείτε τις λέξεις σταφίδα, παράγω και άγω
Μεταφράσεις
σταφιδοπαραγωγή
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.