σταυρανθής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σταυρανθής η σταυρανθής το σταυρανθές
      γενική του σταυρανθούς* της σταυρανθούς του σταυρανθούς
    αιτιατική τον σταυρανθή τη σταυρανθή το σταυρανθές
     κλητική σταυρανθή(ς) σταυρανθής σταυρανθές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σταυρανθείς οι σταυρανθείς τα σταυρανθή
      γενική των σταυρανθών των σταυρανθών των σταυρανθών
    αιτιατική τους σταυρανθείς τις σταυρανθείς τα σταυρανθή
     κλητική σταυρανθείς σταυρανθείς σταυρανθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σταυρανθής < σταυρο- + άνθος ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) crucifères)

Επίθετο

σταυρανθής, -ής, -ές

  • (βοτανική) που σχετίζεται με τα σταυρανθή ή αναφέρεται σ’ αυτά
    • Το βράσιμο και το μαγείρεμα στον φούρνο μικροκυμάτων καταστρέφουν τις ευεργετικές ιδιότητες του σταυρανθούς λαχανικού. (*)
    • Πολύ γνωστό σταυρανθές φυτό, το σινάπι το λευκό, όπως ονομάζεται επιστημονικά, είναι ευρύτερα γνωστό ως αγριόβουβρα, λαψάνα ή πικρίδι. (*)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.