στασιαστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στασιαστικός | η | στασιαστική | το | στασιαστικό |
| γενική | του | στασιαστικού | της | στασιαστικής | του | στασιαστικού |
| αιτιατική | τον | στασιαστικό | τη | στασιαστική | το | στασιαστικό |
| κλητική | στασιαστικέ | στασιαστική | στασιαστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στασιαστικοί | οι | στασιαστικές | τα | στασιαστικά |
| γενική | των | στασιαστικών | των | στασιαστικών | των | στασιαστικών |
| αιτιατική | τους | στασιαστικούς | τις | στασιαστικές | τα | στασιαστικά |
| κλητική | στασιαστικοί | στασιαστικές | στασιαστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- στασιαστικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
στασιαστικός
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.