draw up

Αγγλικά (en)

ενεστώτας draw up
γ΄ ενικό ενεστώτα draws up
αόριστος drew up
παθητική μετοχή drawn up
ενεργητική μετοχή drawing up

Ετυμολογία

 δείτε τις λέξεις draw και up

Ρήμα

draw up (en)

  1. (μεταβατικό) συντάσσω (κείμενο)
  2. (μεταβατικό) σχεδιάζω κάτι, σκαρώνω, επινοώ
  3. (αμετάβατο) ακινητοποιούμαι, κοκαλώνω, παγώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.