στάμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στάμα τα στάματα
      γενική του στάματος των σταμάτων
    αιτιατική το στάμα τα στάματα
     κλητική στάμα στάματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στάμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική στάμα < αρχαία ελληνική ἵστημι

Ουσιαστικό

στάμα ουδέτερο

  1. (ιδιωματικό) σταμάτημα, διακοπή
  2. (ιδιωματικό) ανάπαυλα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.