στέρνον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | στέρνον | τὰ | στέρνᾰ |
| γενική | τοῦ | στέρνου | τῶν | στέρνων |
| δοτική | τῷ | στέρνῳ | τοῖς | στέρνοις |
| αιτιατική | τὸ | στέρνον | τὰ | στέρνᾰ |
| κλητική ὦ! | στέρνον | στέρνᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στέρνω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | στέρνοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στέρνον < στερ- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sterh₃- (απλωμένος, εκτεταμένος) + -νον. Συγγενή: αρχαία ελληνική στόρνυμι, στρῶμα, στρατός, σανσκριτική स्तृणाति (stṛnā́ti, απλώνω), πρωτοσλαβική *stornà (πλευρά) (> ρωσική сторона), λατινική sterno (απλώνω), ιταλική sterno, πρωτογερμανική *strawjaną (σπέρνω, σκορπίζω) (> αγγλική strew) [1]
Παράγωγα
(Χρειάζεται επεξεργασία)
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- στέρνον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στέρνον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.