στένωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στένωση οι στενώσεις
      γενική της στένωσης* των στενώσεων
    αιτιατική τη στένωση τις στενώσεις
     κλητική στένωση στενώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, στενώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στένωση < ελληνιστική κοινή στένωσις[1] [2] [3] < στενόω < αρχαία ελληνική στενός
(σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική rétrécissement[1] [2] ή σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική sténose[1] ή σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική stenosis[1])

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈste.no.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στένωση

Ουσιαστικό

στένωση θηλυκό

  1. η ύπαρξη μειωμένου πλάτους σε κάποιο σημείο
  2. (ιατρική) αφύσικη μείωση του πλάτους ή της διαμέτρου σε αιμοφόρο αγγείο ή άλλο όργανο
    άλλες μορφές: στένωμα

  • Stenosis στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. στένωση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. στένωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. στένωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.