στέγνωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στέγνωση | οι | στεγνώσεις |
| γενική | της | στέγνωσης* | των | στεγνώσεων |
| αιτιατική | τη | στέγνωση | τις | στεγνώσεις |
| κλητική | στέγνωση | στεγνώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, στεγνώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στέγνωση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στέγνω(σις) (φράξιμο, κλείσιμο) + -ση
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈste.ɣno.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στέ‐γνω‐ση
Σύνθετα
Μεταφράσεις
στέγνωση
|
→ δείτε τη λέξη στέγνωμα |
Πηγές
- λήγουν σε -στέγνωση - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
- στέγνωσις σελ.6665 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
νεώτερο: άλλως το στέγνωμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.