έμφραξη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έμφραξη οι εμφράξεις
      γενική της έμφραξης* των εμφράξεων
    αιτιατική την έμφραξη τις εμφράξεις
     κλητική έμφραξη εμφράξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εμφράξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έμφραξη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔμφραξις

Ουσιαστικό

έμφραξη θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εμφράσσω
  2. (ιατρική, οδοντιατρική) σφράγισμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.