Σπόριος

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Σπόριος οἱ Σπόριοι
      γενική τοῦ Σπορίου τῶν Σπορίων
      δοτική τῷ Σπορί τοῖς Σπορίοις
    αιτιατική τὸν Σπόριον τοὺς Σπορίους
     κλητική ! Σπόριε Σπόριοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Σπορίω
γεν-δοτ τοῖν  Σπορίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

Σπόριος  δείτε τη λέξη σπόριος

Ουσιαστικό

Σπόριος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

Ετυμολογία 2

Σπόριος < (άμεσο δάνειο) λατινική Spurius < spurius (μπάσταρδος)

Κύριο όνομα

Σπόριος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.