Σπόριος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Σπόριος | οἱ | Σπόριοι | ||||
| γενική | τοῦ | Σπορίου | τῶν | Σπορίων | ||||
| δοτική | τῷ | Σπορίῳ | τοῖς | Σπορίοις | ||||
| αιτιατική | τὸν | Σπόριον | τοὺς | Σπορίους | ||||
| κλητική ὦ! | Σπόριε | Σπόριοι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Σπορίω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | Σπορίοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία 1
- Σπόριος → δείτε τη λέξη σπόριος
Ουσιαστικό
Σπόριος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
Ετυμολογία 2
- Σπόριος < (άμεσο δάνειο) λατινική Spurius < spurius (μπάσταρδος)
Συγγενικά
Πηγές
- Σπόριος, σπόριος, Spurius, spurius - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Σπόριος - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
- Thomas Corsten 2010 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. V.A: Coastal Asia Minor. Pontos to Ionia, Oxford: Oxford University Press
- P. M. Fraser and E. Matthews 1997 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. III.A: The Peloponnese. Western Greece. Sicily. Magna Graecia, Oxford: Oxford University Press
- P. M. Fraser, E. Matthews and R. W. V. Catling 2005 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. IV: Macedonia. Thrace, Northern Shores of the Black Sea, Oxford: Oxford University Press
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.