σπυριάρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σπυριάρης | η | σπυριάρα | το | σπυριάρικο |
| γενική | του | σπυριάρη | της | σπυριάρας | του | σπυριάρικου |
| αιτιατική | τον | σπυριάρη | τη | σπυριάρα | το | σπυριάρικο |
| κλητική | σπυριάρη | σπυριάρα | σπυριάρικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σπυριάρηδες | οι | σπυριάρες | τα | σπυριάρικα |
| γενική | των | σπυριάρηδων | — | των | σπυριάρικων | |
| αιτιατική | τους | σπυριάρηδες | τις | σπυριάρες | τα | σπυριάρικα |
| κλητική | σπυριάρηδες | σπυριάρες | σπυριάρικα | |||
| To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
| Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /spiˈɾʝa.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπυ‐ριά‐ρης
Μεταφράσεις
σπυριάρης
Αναφορές
- σπυριάρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.