σπρωγμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπρωγμένος η σπρωγμένη το σπρωγμένο
      γενική του σπρωγμένου της σπρωγμένης του σπρωγμένου
    αιτιατική τον σπρωγμένο τη σπρωγμένη το σπρωγμένο
     κλητική σπρωγμένε σπρωγμένη σπρωγμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπρωγμένοι οι σπρωγμένες τα σπρωγμένα
      γενική των σπρωγμένων των σπρωγμένων των σπρωγμένων
    αιτιατική τους σπρωγμένους τις σπρωγμένες τα σπρωγμένα
     κλητική σπρωγμένοι σπρωγμένες σπρωγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σπρωγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σπρώχνω

Μετοχή

σπρωγμένος, -η, -ο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.