σπορεύς
| Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο. Παρατηρήσεις: Αν έχει δύο πληθυντικούς. ‑‑Sarri.greek ♫ | 21:58, 20 Ιανουαρίου 2023 (UTC) |
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | σπορεύς | οἱ | σπορεῖς - σπορῆς* |
| γενική | τοῦ | σπορέως | τῶν | σπορέων |
| δοτική | τῷ | σπορεῖ | τοῖς | σπορεῦσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | σπορέᾱ | τοὺς | σπορέᾱς |
| κλητική ὦ! | σπορεῦ | σπορεῖς - σπορῆς* | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σπορῆ1 ή σπορεῖ2 | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | σπορέοιν | ||
| * αττικός τύπος 1 όπως στη Γραμματική του Smyth 2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου. | ||||
| 3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σπορεύς < → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
- σπορεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.