σπιρούνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σπιρούνι τα σπιρούνια
      γενική του σπιρουνιού των σπιρουνιών
    αιτιατική το σπιρούνι τα σπιρούνια
     κλητική σπιρούνι σπιρούνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
1. σπιρούνια αμερικανικού τύπου

Ετυμολογία

σπιρούνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική sperone < πρωτογερμανική *spurô < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sper- / *sperw- (συσπώ, συστρέφω, ωθώ)

Προφορά

ΔΦΑ : /spiˈɾu.ni/

Ουσιαστικό

σπιρούνι ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.