πτερνιστήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πτερνιστήρας | οι | πτερνιστήρες |
| γενική | του | πτερνιστήρα | των | πτερνιστήρων |
| αιτιατική | τον | πτερνιστήρα | τους | πτερνιστήρες |
| κλητική | πτερνιστήρα | πτερνιστήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πτερνιστήρας < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική πτερνιστήρ + -ας
Μεταφράσεις
πτερνιστήρας
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.