ροδέλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ροδέλα οι ροδέλες
      γενική της ροδέλας των ροδελών
    αιτιατική τη ροδέλα τις ροδέλες
     κλητική ροδέλα ροδέλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ροδέλα < ιταλική rondella

Ουσιαστικό

ροδέλα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.