φτερνιστήρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φτερνιστήρι τα φτερνιστήρια
      γενική του φτερνιστηριού των φτερνιστηριών
    αιτιατική το φτερνιστήρι τα φτερνιστήρια
     κλητική φτερνιστήρι φτερνιστήρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φτερνιστήρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πτερνιστήριον με τροπή /pt > ft/, υποκοριστικό του πτερνιστήρ[1]

Ουσιαστικό

φτερνιστήρι ουδέτερο

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.