σπερμολόγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | σπερμολόγος | οι | σπερμολόγοι |
| γενική | του/της | σπερμολόγου | των | σπερμολόγων |
| αιτιατική | τον/τη | σπερμολόγο | τους/τις | σπερμολόγους |
| κλητική | σπερμολόγε | σπερμολόγοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σπερμολόγος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σπερμολόγος < αρχαία ελληνική σπέρμα σπερματ- + -ο- + -λόγος
Ουσιαστικό
σπερμολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (λόγιο, μειωτικό) ο κουτσομπόλης (συχνά μιλά για αρνητικά γεγονότα ή κατά την γνώμη του για ανήθικους ανθρώπους)
- (σπάνιο, μειωτικό) ο δημοσιογράφος
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
σπερμολόγος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.