σπερμολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σπερμολογία | οι | σπερμολογίες |
| γενική | της | σπερμολογίας | των | σπερμολογιών |
| αιτιατική | τη | σπερμολογία | τις | σπερμολογίες |
| κλητική | σπερμολογία | σπερμολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σπερμολογία < (ελληνιστική κοινή) σπερμολογία < σπερμολόγος
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις σπερμολόγος, σπέρνω και λέγω
Μεταφράσεις
σπερμολογία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.