διαδοσίας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η διαδοσίας οι διαδοσίες
      γενική του/της διαδοσία των διαδοσιών
    αιτιατική τον/τη διαδοσία τους/τις διαδοσίες
     κλητική διαδοσία διαδοσίες
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας».
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαδοσίας < διάδοσ(η) + -ίας

Προφορά

ΔΦΑ : /ðʝa.ðoˈsi.as/ & /ði̯a.ðoˈsi.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διαδοσίας

Ουσιαστικό

διαδοσίας αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.