σπερματοδόχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπερματοδόχος η σπερματοδόχος
& σπερματοδόχα
το σπερματοδόχο
      γενική του σπερματοδόχου της σπερματοδόχου
& σπερματοδόχας
του σπερματοδόχου
    αιτιατική τον σπερματοδόχο τη σπερματοδόχο
& σπερματοδόχα
το σπερματοδόχο
     κλητική σπερματοδόχε σπερματοδόχε
& σπερματοδόχα
σπερματοδόχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπερματοδόχοι οι σπερματοδόχοι
& σπερματοδόχες
τα σπερματοδόχα
      γενική των σπερματοδόχων των σπερματοδόχων των σπερματοδόχων
    αιτιατική τους σπερματοδόχους τις σπερματοδόχους
& σπερματοδόχες
τα σπερματοδόχα
     κλητική σπερματοδόχοι σπερματοδόχοι
& σπερματοδόχες
σπερματοδόχα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σπερματοδόχος (μαρτυρείται από το 1854) [1] < σπερματο- + -δόχος, (απόδοση) αγγλική seminal cyst[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /speɾ.ma.toˈðo.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπερματοδόχος

Επίθετο

σπερματοδόχος, -ος/-α, -ο

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σελ. 919, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. σπερματοδόχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.