σπερματοδόχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σπερματοδόχος | η | σπερματοδόχος & σπερματοδόχα |
το | σπερματοδόχο |
| γενική | του | σπερματοδόχου | της | σπερματοδόχου & σπερματοδόχας |
του | σπερματοδόχου |
| αιτιατική | τον | σπερματοδόχο | τη | σπερματοδόχο & σπερματοδόχα |
το | σπερματοδόχο |
| κλητική | σπερματοδόχε | σπερματοδόχε & σπερματοδόχα |
σπερματοδόχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σπερματοδόχοι | οι | σπερματοδόχοι & σπερματοδόχες |
τα | σπερματοδόχα |
| γενική | των | σπερματοδόχων | των | σπερματοδόχων | των | σπερματοδόχων |
| αιτιατική | τους | σπερματοδόχους | τις | σπερματοδόχους & σπερματοδόχες |
τα | σπερματοδόχα |
| κλητική | σπερματοδόχοι | σπερματοδόχοι & σπερματοδόχες |
σπερματοδόχα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /speɾ.ma.toˈðo.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπερ‐μα‐το‐δό‐χος
Αναφορές
- σελ. 919, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- σπερματοδόχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.