σπερμοδόχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σπερμοδόχος | η | σπερμοδόχος & σπερμοδόχα |
το | σπερμοδόχο |
| γενική | του | σπερμοδόχου | της | σπερμοδόχου & σπερμοδόχας |
του | σπερμοδόχου |
| αιτιατική | τον | σπερμοδόχο | τη | σπερμοδόχο & σπερμοδόχα |
το | σπερμοδόχο |
| κλητική | σπερμοδόχε | σπερμοδόχε & σπερμοδόχα |
σπερμοδόχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σπερμοδόχοι | οι | σπερμοδόχοι & σπερμοδόχες |
τα | σπερμοδόχα |
| γενική | των | σπερμοδόχων | των | σπερμοδόχων | των | σπερμοδόχων |
| αιτιατική | τους | σπερμοδόχους | τις | σπερμοδόχους & σπερμοδόχες |
τα | σπερμοδόχα |
| κλητική | σπερμοδόχοι | σπερμοδόχοι & σπερμοδόχες |
σπερμοδόχα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /speɾ.moˈðo.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπερ‐μο‐δό‐χος
Μεταφράσεις
σπερμοδόχος
|
→ δείτε τη λέξη σπερματοδόχος |
Αναφορές
- σπερμοδόχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.