σπερματογόνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπερματογόνος η σπερματογόνος
& σπερματογόνα
το σπερματογόνο
      γενική του σπερματογόνου της σπερματογόνου
& σπερματογόνας
του σπερματογόνου
    αιτιατική τον σπερματογόνο τη σπερματογόνο
& σπερματογόνα
το σπερματογόνο
     κλητική σπερματογόνε σπερματογόνε
& σπερματογόνα
σπερματογόνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπερματογόνοι οι σπερματογόνοι
& σπερματογόνες
τα σπερματογόνα
      γενική των σπερματογόνων των σπερματογόνων των σπερματογόνων
    αιτιατική τους σπερματογόνους τις σπερματογόνους
& σπερματογόνες
τα σπερματογόνα
     κλητική σπερματογόνοι σπερματογόνοι
& σπερματογόνες
σπερματογόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σπερματογόνος < σπερματο- + -γόνος

Προφορά

ΔΦΑ : /speɾ.ma.toˈɣo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπερματογόνος

Επίθετο

σπερματογόνος, -ος/α, -ο

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις σπέρμα, γόνος και γεννάω

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.