σπερμογένεση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπερμογένεση οι σπερμογενέσεις
      γενική της σπερμογένεσης* των σπερμογενέσεων
    αιτιατική τη σπερμογένεση τις σπερμογενέσεις
     κλητική σπερμογένεση σπερμογενέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σπερμογενέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπερμογένεση < σπερμο- + -γένεση

Ουσιαστικό

σπερμογένεση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.