σπεκουλαρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σπεκουλαρισμένος | η | σπεκουλαρισμένη | το | σπεκουλαρισμένο |
| γενική | του | σπεκουλαρισμένου | της | σπεκουλαρισμένης | του | σπεκουλαρισμένου |
| αιτιατική | τον | σπεκουλαρισμένο | τη | σπεκουλαρισμένη | το | σπεκουλαρισμένο |
| κλητική | σπεκουλαρισμένε | σπεκουλαρισμένη | σπεκουλαρισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σπεκουλαρισμένοι | οι | σπεκουλαρισμένες | τα | σπεκουλαρισμένα |
| γενική | των | σπεκουλαρισμένων | των | σπεκουλαρισμένων | των | σπεκουλαρισμένων |
| αιτιατική | τους | σπεκουλαρισμένους | τις | σπεκουλαρισμένες | τα | σπεκουλαρισμένα |
| κλητική | σπεκουλαρισμένοι | σπεκουλαρισμένες | σπεκουλαρισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σπεκουλαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σπεκουλάρω
Μεταφράσεις
σπεκουλαρισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.