σπεκουλαδόρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπεκουλαδόρα οι σπεκουλαδόρες
      γενική της σπεκουλαδόρας των σπεκουλαδόρων
    αιτιατική τη σπεκουλαδόρα τις σπεκουλαδόρες
     κλητική σπεκουλαδόρα σπεκουλαδόρες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπεκουλαδόρα < σπεκουλαδόρ(ος) + κατάληξη θηλυκού

Προφορά

ΔΦΑ : /spe.ku.laˈðo.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπεκουλαδόρα

Ουσιαστικό

σπεκουλαδόρα θηλυκό

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη σπεκουλάρω

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.