σπεκουλαδόρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σπεκουλαδόρα | οι | σπεκουλαδόρες |
| γενική | της | σπεκουλαδόρας | των | σπεκουλαδόρων |
| αιτιατική | τη | σπεκουλαδόρα | τις | σπεκουλαδόρες |
| κλητική | σπεκουλαδόρα | σπεκουλαδόρες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σπεκουλαδόρα < σπεκουλαδόρ(ος) + κατάληξη θηλυκού -α
Προφορά
- ΔΦΑ : /spe.ku.laˈðo.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπε‐κου‐λα‐δό‐ρα
Μεταφράσεις
σπεκουλαδόρα
|
→ δείτε τη λέξη κερδοσκόπος |
Πηγές
- σπεκουλαδόρα - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.