σπαραγμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σπαραγμός | οι | σπαραγμοί |
| γενική | του | σπαραγμού | των | σπαραγμών |
| αιτιατική | τον | σπαραγμό | τους | σπαραγμούς |
| κλητική | σπαραγμέ | σπαραγμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σπαραγμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σπαραγμός[1]
Ουσιαστικό
σπαραγμός αρσενικό
- η υπέρμετρη θλίψη, βαθύς ψυχικός πόνος
- εμφύλιος σπαραγμός: αλληλοσπαραγμός· λέγεται για έντονη σύγκρουση, κατά κανόνα ένοπλη, μεταξύ των μελών ενός έθνους ή των πολιτών ενός κράτους
Μεταφράσεις
σπαραγμός
Αναφορές
- σπαραγμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | σπαραγμός | οἱ | σπαραγμοί |
| γενική | τοῦ | σπαραγμοῦ | τῶν | σπαραγμῶν |
| δοτική | τῷ | σπαραγμῷ | τοῖς | σπαραγμοῖς |
| αιτιατική | τὸν | σπαραγμόν | τοὺς | σπαραγμούς |
| κλητική ὦ! | σπαραγμέ | σπαραγμοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σπαραγμώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | σπαραγμοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- σπαραγμός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σπαραγμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.