σπάραγμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σπάραγμα | τα | σπαράγματα |
| γενική | του | σπαράγματος | των | σπαραγμάτων |
| αιτιατική | το | σπάραγμα | τα | σπαράγματα |
| κλητική | σπάραγμα | σπαράγματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σπάραγμα < αρχαία ελληνική σπάραγμα < σπαράσσω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
σπάραγμα ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.