σπαραγμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπαραγμένος η σπαραγμένη το σπαραγμένο
      γενική του σπαραγμένου της σπαραγμένης του σπαραγμένου
    αιτιατική τον σπαραγμένο τη σπαραγμένη το σπαραγμένο
     κλητική σπαραγμένε σπαραγμένη σπαραγμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπαραγμένοι οι σπαραγμένες τα σπαραγμένα
      γενική των σπαραγμένων των σπαραγμένων των σπαραγμένων
    αιτιατική τους σπαραγμένους τις σπαραγμένες τα σπαραγμένα
     κλητική σπαραγμένοι σπαραγμένες σπαραγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /kspa.ɾaˈɣme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπαραγμένος
παλιότερος συλλαβισμός: σπαραγμένος

Μετοχή

σπαραγμένος, -η, -ο

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.